- οφθαλμαπάτη
- η1) обман зрения; мираж; искажённое отражение; 2) оптическая аберрация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οφθαλμαπάτη — Φαινόμενο κατά το οποίο η οπτική αίσθηση δημιουργεί, υπό ορισμένες συνθήκες, μια εσφαλμένη αντίληψη για τις διαστάσεις, το σχήμα ή τα χρώματα εικόνων και αντικειμένων. Η πιο συνηθισμένη ο. είναι η προοπτική, κατά την οποία από μία δισδιάστατη… … Dictionary of Greek
οφθαλμαπάτη — η το να βλέπει κανείς κάτι διαφορετικά απ ό,τι πραγματικά είναι ή να βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν, πλάνη της όρασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
οφθαλμοπλανία — ὀφθαλμοπλανία, ἡ (Α) απάτη τών οφθαλμών, οφθαλμαπάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + πλανία (< πλανής < πλανώμαι)] … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
σκηνογραφία — Σύνολο στοιχείων καλλιτεχνικού και τεχνικού χαρακτήρα που σε μια θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση, επιτρέπει την πραγμάτωση του περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται η σκηνή. Η σ. στο θέατρο συνδέεται με την ιστορία του θεάτρου. Ήδη οι… … Dictionary of Greek
οπτική απάτη — Βλ. λ. οφθαλμαπάτη … Dictionary of Greek
Πιντεμόντε — (Pindemonte). Όνομα δύο αδελφών Ιταλών ποιητών. 1. Ιππόλυτος (1753 – 1828). Έγραψε πολλά αξιόλογα ποιήματα, τα σπουδαιότερα από τα oποία τιτλοφορούνται Η οφθαλμαπάτη (1784), Αγροτικά ειδύλλια (1788) καιΓαλλία (1789). Τα δύο πρώτα χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek